Τετάρτη, Αυγούστου 31, 2005

με τα τέσσερα

(πίνακας μιας φίλης)

Κίνηση,
με τα τέσσερα,
στους τέσσερις τοίχους,
στο πάτωμα
και στο ταβάνι.

Η σκιά του σώματος,
πότε διογκώνεται υπερβολικά,
πότε μικραίνει,
και πότε
συμπίπτει
ακριβώς με το σώμα.

Ο φωτισμός!
Αυτός φταίει!
Θα διορθώνω διαρκώς τη κλίση
της λάμπας
κι’ έτσι η σκιά μου
θα είναι συνεχώς
ταυτισμένη με το σώμα μου,
στη συνεχή κίνησή του
στους τέσσερις τοίχους
στο πάτωμα
και στο ταβάνι.

Αχ, πόσο ωραία ταυτίζεστε
αγαπητή μου σκιά και σήμερα.

Αναποδογυρισμένα συναισθήματα













Συζητώ με τα
αντεστραμμένα συναισθήματα.
Προσπαθώ να κατανοήσω
τις αιτίες της εκτροπής τους.
Ρωτώ «γιατί;»,
ή «τι πιστεύετε ότι στάθηκε αιτία
της παραβατικής σας συμπεριφοράς;»,
ακόμα, «πιστεύετε στην ύπαρξη του Θεού;»,
«στον ορθό λόγο;»
και «ποια ανάγκη σας έφερε εδώ;»
Συζήτηση με το
αντεστραμμένο είδωλό μου
που καθρεφτίζεται
παραμορφωμένο
στο ρεζερβουάρ
μιας αναποδογυρισμένης
κλεμμένης μοτοσικλέτας.

μπιπ μπιπ μπιπ


όταν δεν είναι
πια νύχτα
ούτε ακόμα μέρα,
καθώς το μαύρο ξεθωριάζει
από τη διαρκώς αυξανόμενη ένταση του λευκού,
εκείνη ακριβώς τη στιγμή
ξανοίγεται μπροστά
ο δρόμος διαφυγής,
ένα κόκκινο μονοπάτι
στον ορίζοντα,
χαλί στα πόδια μου,
που το ακολουθώ
και περνάει,
σαν γάτα κεραμιδίσια,
με αλφαβητική σειρά,
από τον τόπο καταγωγής
των αριθμών
του καταλόγου
των τηλεφώνων μου,
και καλώ απ τις μονωμένες ταράτσες τους,
μπιπ
μπιπ
μπιπ,
είμαι τόσο κοντά
αλλά κοιμούνται όλοι
και κλείνω
το μπιπ
και το μονοπάτι κλείνει,
σιγά σιγά παύει να είναι κόκκινο,
τα μπλε λεωφορεία ξεκινάνε τα δρομολόγιά τους,
το χρηματιστήριο αξιών σε λίγο θα ξεκινήσει κι αυτό,
και το χαλί δεν υπάρχει πια
κάτω απ τα πόδια μου,
και τσακίζομαι
στο πρωί.
Κι έφτασα τόσο κοντά.

σταυρουδάκι λαιμού


κάθε τόσο,
σε σταθερό χρόνο,
μια ακτίνα ήλιου,
αντανακλάται πάνω σε σταυρουδάκι λαιμού,
χριστουγεννιάτικου δώρου,
σώματος ακινητοποιημένου,
σχηματίζει γωνία
και αναγκάζει τα βλέφαρά μου να κλείνουν
για απειροελάχιστο χρόνο,
όλο και λιγότερο όμως,
καθώς
περιστρέφομαι,
σε διαρκώς αυξανόμενη απόσταση
γύρω από το σταυρουδάκι.

Δευτέρα, Αυγούστου 29, 2005

η μελωδία του θροΐσματος των φύλλων

Καληνύχτα αγάπη μου.

Με περικλείουν φυλλώματα δένδρων,
που ανεμίζοντας
μπλέκονται μεταξύ τους
κι’ αφήνουν ελεύθερη μόνο
μια μικρή δίοδο προς τον ουρανό.
Απ’ το σκοτεινό δάσος
ξεπροβάλουν φιγούρες
που συγκλίνουν κυκλωτικά προς το μέρος μου.
Πάλλονται στο ρυθμό του θροΐσματος των φύλλων των δένδρων
σα να είναι προέκτασή τους.
Με πλησιάζουν αρκετά
και τότε μπορώ να διακρίνω τα πρόσωπά τους.
Όλα κάτι μου θυμίζουν
μα δεν μπορώ να προσδιορίσω ακριβώς τι.
Πάλλονται διαρκώς.
Καταλαβαίνω με τη διαρκή παρατήρηση
ότι τα πρόσωπά τους
αποτελούνται από χαρακτηριστικά
διαφορετικών γνώριμών μου προσώπων.
Μια μύτη με ξένα μάτια,
ένα στόμα με άλλη γλώσσα,
μέτωπο που ανήκει αλλού,
δυο διαφορετικά αυτιά.
Σε μερικά, μάλιστα,  χαρακτηριστικά εδώ κι’ εκεί
αναγνωρίζω τα δικά μου.
Ένας ήχος ακατάληπτος
βγαίνει συνεχώς απ τα στόματά τους.
Πάλλονται γύρω μου και τραγουδούν
ώσπου να χαράξει και να ξαναχαθούν στο δάσος.

Καλημέρα αγάπη μου.




ψώνια

Το σώμα,
ψωνίζει τη τελευταία λέξη της μόδας,
τη προβάρει σε ολόσωμο καθρέφτη,
φοράει ωραίο χαμόγελο,
το προβάρει κι’ αυτό,
αρωματίζεται,
αφαιρεί τη καρδιά προσεκτικά
και την αφήνει σπίτι,
παίρνει τους δρόμους
και ψωνίζεται.

δύναμη εκατό αλόγων

Παρακολούθησα ένα έργο εποχής στον κινηματογράφο.
Ύστερα βγήκα και περπάτησα.
Στην Ακαδημίας.
Πανέμορφα σταχτί άλογα σέρνουν άμαξες
που ανηφορίζουν αργά προς το Σύνταγμα.
Στο πεζοδρόμιο, κορίτσια της αστικής τάξης,
πιασμένα αγκαζέ,
με φανταστικά λευκά δαντελένια φορέματα
και πλατύγυρα καπέλα με λουλούδια,
κάνουν βόλτα,
συνοδευόμενες από μεγαλύτερες κυρίες,
που προπορεύονται,
με εξίσου όμορφα ρούχα, επίσης πιασμένες αγκαζέ.
Νεαροί άντρες, με ωραία καπέλα,
σκούρα κουστούμια και γιλέκα,
τις ακολουθούν σε διακριτική απόσταση,
κάτι λένε και γελάνε δυνατά,
κι αυτές κάτι λένε και γελάνε, πνιχτά όμως.
Οι κοπέλες τείνουν συνεχώς
να επιβραδύνουν το βηματισμό τους,
κάτι που δυσανασχετεί ίσως -ίσως κι’ όχι- τις μεγαλύτερες κυρίες.

Με προσπερνούν,
σε αντίθετη κατεύθυνση.
Γυρίζω το κεφάλι μου και τους κοιτώ,
όμως, καθώς ήμουν,
απορροφημένος απ’ το θέαμα,
πέρασα στη Τρικούπη
κι’ ένα αμάξι φρέναρε,
με δύναμη εκατό αλόγων,
λίγα εκατοστά μπροστά μου.

γέννηση

Ωκεάνια αγκαλιά ανοίγει
και με τραβάει μέσα της.
Ο υδάτινος όγκος
κάνει μια μεγάλη καμπύλη από κάτω μου
και γιγαντώνεται γύρω μου
Με καταπίνει απότομα,
ψάχνω, μάταια, να κρατηθώ απ’ τα νερά,
βυθίζομαι,
πνίγομαι,
θέλω να ουρλιάξω
μα δε μπορώ.

Το κεφάλι αγγίζει τα γόνατα,
μάτια κλειστά,
κλειστό στόμα,
γαλήνια όψη.

Λένε, συμβολίζει τη γέννηση.

Σάββατο, Αυγούστου 27, 2005

ζωτικά όρια

Τα ζωτικά μου όρια
θα είναι σχεδιασμένα με φτερό,
ευκρινώς θολά,
θα έχουν την οσμή της αγάπης,
θα αλληλοεπικαλύπτονται με άλλα, ίδια όρια,
θα δημιουργούν μαζί μια νέα μεγαλύτερη περιοχή
και ακολούθως, σαν ντόμινο,
θα συγχέονται με όλο και νέα
και θα εκτείνονται ως εκεί που φτάνει το μάτι,
καταργώντας την ιεραρχία,
ακυρώνοντας τη μοναξιά,
απελευθερώνοντας τη ζωή.

Στο μέλλον.
Τώρα, τα ζωτικά μου όρια,
είναι αδιαπέραστα, σαν οδόφραγμα,
και μυρίζουν βενζίνη σε μπουκάλι.

Σινικό τείχος

Ο πόθος μου,
απέραντος,
κυλιέται στα βουνά,
ξεχύνεται ορμητικός
σε πλαγιές,
με φιδίσιο σχήμα,
αγκαλιάζεται με τις κορφές
χαϊδεύεται
με τα δένδρα,
αιώνες
ψάχνει βήμα – βήμα
αγάπη να χωθεί,
ρωγμή στη γη
για να βουλιάξει
να χαθεί.


Μα δε μπορώ άλλο πια
αιώνια,
τους άνεμους
να υπομένω
μα δε μπορώ άλλο πια
αιώνια,
εκεί,
στην επιφάνεια
της γης
να παραμένω,
μα υποφέρω,
τείχος σινικό
να μένω.

Παρασκευή, Αυγούστου 26, 2005

θολούρα

Θολώνει η ανάσα το τζάμι,
το δάχτυλο σχηματίζει ένα όνομα,
δυσδιάκριτο,
αφού τα περιγράμματα είναι χοντρά
και βουλώνουν τα εσωτερικά κενά των γραμμάτων.
Ύστερα αφήνει το πρόσωπο να πέσει
στη θολωμένη περιοχή
και το όνομα
γίνεται ακόμα πιο δυσανάγνωστο
αφού μπερδεύεται
με το αποτύπωμα
της μύτης και των χειλιών.
Τέλος, με την ανάποδη του χεριού τα σβήνει όλα.

σύγχυση

Η φωνή μου διαχέεται πληκτρολογημένη σ’ ένα ψηφιακό κέντρο
και οι λέξεις μου διασταυρώνονται με λέξεις άλλων,
ένα «αγαπώ» μου, γλιστράει στην όψη ενός ικετευτικού «απάντησε», ένα «θέλω» μου συναντιέται με ένα «λατρεύω», χτυπάει η μια λέξη την άλλη, τραντάζονται και συνεχίζουν σε διαφορετικές πορείες,
ένα ψευδώνυμο περνάει ξυστά από ένα «γεια».
Απομακρύνομαι απ΄ τις λέξεις μου.
Τις κοιτάζω έτσι όπως μπερδεύονται με άλλες,
σαν αστρικό νεφέλωμα:
αγαπώ ήλιος αστρικό εικοσιτέσσερα όψη λέξεις χτυπάει σπίτια διαχέεται κοιτάζω περνάει η τραντάζονται μετάξι ξυστά μια γυναίκα Ελένη δέκα ελεεινός άλλων αγώνες θέλω ψηφιακό ικετευτικού βήτα μισώ ψέματα μπερδεύονται συνεχίσουν γεια κέντρο Γιώργος περίοδος δομή όνειρο χορός παλιός λάμδα επίθεση φεγγάρι μοναξιά ωμέγα λέοντες ιλουστρασιόν απίθανο πανούκλα ευτυχία κλοπή άλλη πορείες μου ιδανικό από γλιστράει ελευθερία πιθανότητες ψευδώνυμο ήρθα ένα νεφέλωμα διασταυρώνονται ταξί απόστροφος κόμμα τράπουλα σεξ σε είμαι σύγχυση τελεία.
Είμαι σε τέλεια σύγχυση.

    

εισπνοή – εκπνοή

Εισπνέω εικόνες.
Μελετώ τη δομή τους.
Καταμετρώ το μέγεθός τους.
Αφομοιώνω τους συμβολισμούς τους.
Ταξινομώ, με υπομονή, το περιεχόμενό τους.
Σημειώνω στο περιθώριό τους όσα χρήσιμα τις αφορούν.
Ανακατεύω την όψη τους, σαν τράπουλα.
Τραβάω μία, στη τύχη.
Εκπνέω λέξεις.

Πέμπτη, Αυγούστου 25, 2005

Επιπλέω

Τα τσαλακωμένα  σεντόνια  η αφή μου τα μεταφράζει σαν κυματιστή θάλασσα.
και οι τοίχοι δίπλα μου κι εμπρός μου,
μοιάζουν να ξεκινούν σε ευρεία γωνία απ' το βλέμμα μου,
και να εκτείνονται σε, ασυνήθιστη για δωμάτιο,
μεγάλη απόσταση.
Πολύ μακριά μου, εκεί που ενώνεται ο πλαϊνός με τον μπροστινό τοίχο,
δημιουργείται μια ρωγμή
και ξεπηδάει από μέσα της
μια άγνωστη ονειρική μορφή.
Μου απλώνει το χέρι της και με καλεί
σε άγνωστο χρόνο,
σε ελεύθερο τόπο.
Το προτεταμένο χέρι της με εμποδίζει να διακρίνω το πρόσωπό της.
Προσπαθώ να εξακριβώσω τις προθέσεις της.
Αργώ ν΄αποφασίσω, σκέφτομαι τα υπέρ και τα κατά,
διστάζω και τέλος, φοβάμαι να ανταποκριθώ στο κάλεσμά της
και οι τοίχοι ξαναπαίρνουν τις κανονικές διαστάσεις τους
κλείνουν ερμητικά το πέρασμα και
καταπίνουν την άγνωστη ονειρική μορφή.
Το σώμα μου επιπλέει.

Τετάρτη, Αυγούστου 24, 2005

Ταυτότητα

Μια ταυτότητα.
Λιωμένη στις άκρες,
χιλιοτσακισμένη,
με, όμως, ευανάγνωστο όνομα
και λοιπά στοιχεία
και υπογραφή αστυνόμου β’,
κανονική κατ’ όλα,
μα κατά τ’ άλλα ορφανή,
ψάχνει,
ψάχνει να βρει
ένα σώμα να χωθεί,
στη πίσω τσέπη του παντελονιού του,
το ευανάγνωστο ονοματεπώνυμο,
να βρει τη φυσική του αντανάκλαση,
με τον απαράβατο όμως όρο,
ότι το φυσικό σώμα
θα αναγνωρίζει αυτό που είναι
και θα συμπεριφέρεται ανάλογα:
«γενηθήτω το Θέλημά Σου. Αμήν»


Η πλάτη της

Μες τις σακούλες των σούπερ μάρκετ,
στη βοή των κινητών τηλεφώνων,
τους πλανόδιους πωλητές ευκαιριών,
χάθηκε.
Πρόλαβα να δω μόνο τη πλάτη της.
Λίγο πριν,
όπως προσπερνούσα δημόσια έργα
κι’ εκεί που τίποτε δεν προμήνυε κάτι τέτοιο,
μου είχε ψιθυρίσει στ’ αυτί:
σ’ αγαπώ.




Close up

Μια και μοναδική Στιγμή,
απ’ το πλήθος των Στιγμών,
εξεγέρθηκε,
αφόρισε το Χρόνο,
βγαίνοντας από τη σειρά της διαδοχής της,  
εναντιώθηκε στο πάγωμά της σε Ανάμνηση,
αρνήθηκε να φυλακιστεί σε φωτογραφία,
να γίνει νότες,
πίνακας ζωγραφικής,
να στοιχειοθετηθεί.

Τώρα πια, παρ’ όλο που πλησιάζω πολύ κοντά της
και την παρατηρώ,
δεν μπορώ να τη περιγράψω.

Δευτέρα, Αυγούστου 22, 2005

τίποτα άλλο δεν υπάρχει πια

Φοβάται και μαζεύεται,
προσωρινά,
όμως, με τη βοήθεια, ενός σφιξίματος
προβάλει ξανά,
έτοιμη να υποδεχθεί
την απόλυτη ηδονή
που εισβάλλει,
ρουφάει λίγο αίμα στην αρχή,
το οποίο διαχέεται στην σύριγγα
και ύστερα στη φλέβα
εισρέει,
με τρόπο ολοκληρωτικό,
το τίποτα άλλο δεν υπάρχει πια.    

τικ τακ

Σκοτεινή ησυχία,
μόνο ένα τικ τακ ακούγεται, έξω.

Μέσα, σε κάτι σαν πικ απ που το σκουριασμένο μοτέρ του
παλεύει συνεχώς, χωρίς να τα καταφέρνει πάντα, να πάρει εμπρός,
γρανάζια προσπαθούν να εμπλακούν με άλλα
και όταν με κόπο και θόρυβο το καταφέρουν,
αμέσως, επίσης με κόπο και θόρυβο,
ζητούν ν’ απεμπλακούν,
και ένας ατσάλινος δίσκος, με σαγρέ επιφάνεια,
μερικές φορές τα καταφέρνει να κάνει κάποιους κύκλους
και τότε μια πρόκα – κεφαλή αναπαράγει το l.p. της φωνής μου.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα τίποτα δεν ακούγεται έξω.
Μόνο ένα τικ τακ.


Αντίστροφη κρεμάλα


Πρώτα πέφτει ότι είχαν αγγίξει τρυφερά τα χέρια μου.
Ύστερα ότι πάτησαν τα πόδια μου με λαχτάρα εξαφανίζεται.
Καταπίνει η γη ότι πόθησα από το μέρος της καρδιάς.
Σβήνονται από κάθε δημόσιο κατάλογο όλες οι αγάπες που εγγράφηκαν στο νου.

Αποσυναρμολογούμαι δια του περιβάλλοντός μου.
Αντίστροφη κρεμάλα.




κουρέλια

Πάλι έβαλε το φόρεμα της Σύγκρισης,
εκείνο το ολόσωμο
με τα γαλάζια Ματαιόδοξα λουλουδάκια,
από πάνω έριξε την ίδια ροζ πλεκτή ζακέτα,
που ρίχνει, χρόνια τώρα, κάθε άνοιξη,
της Καχυποψίας,
α, και το αγαπημένο της μαύρο γοβάκι
της Ιδιοκτησίας.

Και, μέσα απ’ τα κουρέλια,
προσπαθώ να επινοήσω
την αγάπη της για μένα.

αφορμές τοξικομανίας

Ο άνεμος χτυπάει τις τέντες,
τον παρακαλώ να σταματήσει,
μα δεν μ’ ακούει,
παρά μόνο για μια στιγμή σιωπά,
κι’ ύστερα ξανά λυσσομανάει.

Κουκουλώνομαι,
χώνω το κεφάλι μου στο μαξιλάρι.
Τέτοιες στιγμές,
αφορμές τοξικομανίας,
δεν θέλω να κοιμάμαι μόνος.

Άνεμε, σταμάτα.
Έλα, έλα, κοιμήσου αγγελούδι μου.

λεπτή ελαστική κλωστή

λεπτή ελαστική λευκή κλωστή
περασμένη με βελόνα
στο εσωτερικό μου,
κάνοντας μια εξαιρετικά περίπλοκη
διαδρομή,
τυλίγει τη σκεψη μου
ως ενοποιητικός παράγοντας
φυγόκεντρων δυνάμεων,
συνδέει τη καρδιά
με το νου
ως κοινός παρανομαστής
αντίθετων εννοιών,
γεφυρώνει τις γενετήσιες περιοχές
με τη καρδιά
ως εξισσοροπιστής
διαφορετικά κινούμενων ορμών.
Είναι φορές που τα τραβήγματα γίνονται δυνατά
και τότε τεντώνεται επικίνδυνα
Όμως αντέχει.
Ακόμα.

pixel το pixel

καίγεται σιγά – σιγά
το λευκό πέπλο της σιωπής,
pixel το pixel κοκκινίζει
στη φλόγα της ορμής,
σκορπώντας στη φυγή
κοφτά λόγια
- γραμματοσειρά arial -
που στις άκρες φτερουγίζουν,
μερικώς καμένα,
απ’ τα περιθώρια πιάνονται
για να σωθούν
και όλες οι λέξεις καίγονται
και όλες οι σκέψεις ξεχειλίζουν,
αποκαΐδια
απ την οθόνη μου.

Η αυτοκτονία των επιθυμιών

Αποκολλήθηκαν
-με σειρά προτεραιότητας-
οι σημαντικές πριν,
οι αδιάφορες μετά,
διέσχισαν
μια μεγάλη -γι’ αυτές-
απόσταση,
απ’ το σημείο όπου βρίσκονταν
ως την άκρη του μυαλού
και έπεσαν σιωπηλές,
ανικανοποίητες.

Δεν έκανα τίποτα
να εμποδίσω την αυτοκτονία
των επιθυμιών.

Κυριακή, Αυγούστου 21, 2005

Συγκρατημένη έλξη

Ανεπαίσθητη κίνηση,
για τους πολλούς,
των δύο σωμάτων,
του ενός προς το άλλο,
σαν το κέντρο βάρους τους
να γίνεται κοινό ανάμεσά τους,
η μια ανάσα τείνει διαρκώς να βρει την άλλη,
φαινομενικά αδιάφορα λόγια,
γεμάτα νοήματα και συνηχήσεις,
τυχαία αγγίγματα,
πλανήτες που ψάχνουν την τροχιά τους,
ποταμός την εκβολή του,
άνθρωπος τον άνθρωπό του

Φυσική,
συγκρατημένη για διάφορους λόγους,
έλξη,
που περνά απαρατήρητη.

γαλήνια θάλασσα

απ’ άκρη σ’ άκρη του ματιού
θάλασσα,
γαλήνια θάλασσα,
που πάνω στα λακκάκια της
οι ακτίνες του ήλιου,
σαν αστράκια,
λαμπιρίζουν,
ακίνητη εικόνα,
βουβή,
και πίσω απ’ τα μάτια,
μια αγάπη,
εγκλωβισμένη,
θηρίο στο κλουβί της,
τείνει διαρκώς να ξεχυθεί απ’ τα μάτια,
να βουτήξει,
να σκίσει με θόρυβο την ηρεμία.
Μα μόνο τείνει
και μόνο γαλήνια θάλασσα
κι ο ήλιος που λαμπιρίζει πάνω της.

Σάββατο, Αυγούστου 20, 2005

λουλούδι



Ένα λουλούδι που ανθίζει,
ο έρωτάς μου,
με αγάπη, νερό, αέρα, ήλιο και μουσική τρέφεται,
κι’ όλο ανθίζει.
Μικρές αριστοτεχνικές καμπυλές κινήσεις στο κενό,
τα κλαδάκια μου, τείνουν συνεχώς
προς την ολοκλήρωσή τους.
Αναπαράγομαι διευρυμένα και ταχύτατα
σκορπώντας γαλήνη και ευωδιά γύρω μου.
Ως την εποχή των πάγων.

σα τ’ άγρια πουλιά

ένα βιολί
θάλασσα που κυματίζει
στ’ αυτί μου,
κι’ ένα σαντούρι,
γλυκό αεράκι
στη ψυχή μου,
δυο φωνές τρεμουλιαστές,
αντηχούν μες τη καρδιά μου.
κι’ όλα μαζί,
παντού μου,
τσίμπημα ερωτικό:
«έλα ν’ φιληθούμε
σα τ’ άγρια πουλιά
που σμίγουν στα κλαράκια.
τζόγια μου, κι’ αλλάζουνε φιλιά»

εις σάρκα μία

σάρκας επιθυμία,
έξαψης προσταγή,
συνολική υποταγή,
υπνωτισμένες κινήσεις,
ελικοειδής σκάλα,
ξένα σώματα,
ξένοι άνθρωποι,
ξένες οσμές,
ένωσις
εις σάρκα μία,
εκεί, στα όρθια.

τσαλακωμένη αγκαλιά

μολύβι μωβ,
φιγούρα μωβ,
Α4 χαρτί
καμωμένη άτσαλα,
ζωγραφιά,
παιδική,
φιγούρα,
απροσδιόριστου φύλου,
μ’ ανοιχτά χέρια,
ζητάει αγκαλιά.

Ζητούσε, μάλλον,
γιατί τώρα πια
κείτεται στο πάτωμα,
ακόμα μια
άτσαλα ζωγραφισμένη
τσαλακωμένη
αγκαλιά.

Φαντάζομαι

Τα μαλλιά σου κυματίζουν απαλά
και η αύρα τους μου χαϊδεύει γλυκά το πρόσωπο,
τα χείλη σου κινούνται ελαφρά
και τα λόγια αγάπης που σχηματίζουν μου ζαλίζουν τη καρδιά,
τα μάτια σου πότε - πότε εστιάζουν στα δικά μου
και δημιουργούν γύρω μου μια φυλακή.
Φαντάζομαι.

Σολαριζασιόν σύνορα

Image Hosted by ImageShack.us
Τα σύνορα, πάντα υπήρχαν θολά, δυσδιάκριτα, ως εικόνα στο μυαλό μου. Γεωγραφικά, πάντα μ’ άρεσαν οι γεωλογικοί χάρτες, αυτοί που δεν έχουν διακεκομμένες ή ευθείες γραμμές ανάμεσα στις διάφορες χώρες, όπου οι καφέ οροσειρές, οι πράσινες πεδιάδες, οι γαλάζιες λίμνες και τα μπλε ποτάμια διατρέχουν δύο ή και περισσότερες χώρες.
Φωτογραφικά, τρελαίνομαι για την τεχνική του «σολαριζασιόν», δηλαδή για την μίξη θετικών και αρνητικών όψεων στην ίδια εικόνα.
Αντίθετα, μου είναι αποκρουστικές εικόνες όπως αυτή του τείχους του Βερολίνου, ή καγκελοφραγμένων αυλών ή ακόμα οι μπάρες που πέφτουν στα διόδια και στα τελωνεία
Η νύχτα μαλακώνει, επίσης, τα περιγράμματα των ανθρώπων, σκεφτόμουν καθώς έβλεπα έναν άγνωστο άνθρωπο, σ’ ένα άγνωστο σπίτι, να γδύνεται και να πλαγιάζει δίπλα μου.

Παρασκευή, Αυγούστου 19, 2005

Ανθοί

από το μπλε φόντο
της κορυφής
μεταλλικών κεραιών
των γκρίζων πολυκατοικιών,
η γύρη,
ενός ελπιδοφόρου,
ανάποδης ρίζας,
ροζ ανθού
θα στάξει
σχιζοφρενικά
στην ανοιχτή καρδιά.
Σαν βροχή
ξανά,
ξανά,
ξανά.

σε ποιο πεζοδρόμιο
χάνεσαι τώρα
ποιόν ανθό φιλάς

Ηλεκτρονική πασιέντζα

Θέλω να κοιμηθώ μα δεν μπορώ. Στριφογυρίζω στο κρεβάτι και μια ηλεκτρονική πασιέντζα παίζει μόνη της στο μυαλό μου. Η τράπουλα ρίχνεται, ανοίγει χαρτιά, βρίσκει να κολλήσει δεν βρίσκει,...συναντήθηκαν με τον Χ. και δεν τον ρώτησε τίποτα για μένα,...ένας ρήγας ψάχνει κενό χώρο να κατέβει και να φανερώσει άλλο χαρτί, ένας άσος φεύγει και στρογγυλοκάθεται στη κορυφή,...δεν ήθελε να ρωτήσει ή μήπως δεν θυμήθηκε να το κάνει, και τι να σημαίνει έτσι η αλλιώς;...δεν υπάρχει χαρτί να κατέβει, αδιέξοδο ...με σκέφτεται;...άλλος ένας γύρος, ίσως να μη πρόσεξα καλά τα χαρτιά,...κι αν με σκέφτεται τι; έτσι κι αλλιώς αδιέξοδο, δεν υπάρχει ελεύθερος χώρος, δεν υπάρχει ελεύθερος χώρος.

Πέμπτη, Αυγούστου 18, 2005

Ηδονές

Κυλιέμαι ηδονικά
στην ερμαφρόδιτη επιφάνεια του νου,
φόβοι με φλερτάρουν,
πλαγιάζω ανάμεσα στις εμμονές μου.

Αιωρούμαι απολαυστικά
στο σύμπλεγμα των συναισθημάτων,
χαιδεύω τις ενοχές μου,
τα χείλη μου ψάχνουν τα χείλη των εμπλοκών μου.

Βυθίζομαι νωχελικά,
στη καπνοδόχο της φωτιάς που με καίει,
που αργά αργά με τυλίγει
και παθιασμένα με σφίγγει.

Σαλτάρω αποφασιστικά
στη μαύρη τρύπα της λογικής
και ιππεύω θριαμβευτής
το ά-λογο της ήττας μου,
πατεντάρω την απόγνωση
και λανσάρω το άρωμά μου
στην αγορά.

Θα μείνω εκεί.

Καλά είμαι μαμά


Κάλεσέ με μαμά.
Δεν θα σου πω όμως τα φριχτά όνειρα που είδα.
Ούτε πως τα ερμηνεύω.
Κάλεσέ με μαμά.
Δεν θα σου πω όμως τι ροκανίζει το μυαλό μου.
Ούτε τη καρδιά μου.
Κάλεσέ με μαμά.
Δεν θα σου πω όμως που κυλίστηκα το βράδυ.
Ούτε με ποιόν.
Κάλεσέ με μαμά.