Έπαιζε ένα παιδικό παιχνίδι. Ο κανόνας ήταν απλός: έπρεπε,
καθώς περπατούσε, να μην πατάει τα διαχωριστικά κενά ανάμεσα
στις πλάκες του πεζοδρομίου. Σήκωσε τα μάτια του μόνο
όταν έπρεπε να διαβεί ένα μικρό δρόμο.
Καθώς τον περνούσε ένα παράξενο θέαμα
λίγα μέτρα μακρύτερα, μέσα σ΄ αυτό το δρόμο, τον έκανε να σταθεί.
Κάποιος άντρας άλλαζε το λάστιχο ενός αυτοκινήτου
ενώ μια κοπέλα καθόταν μέσα στον ανοιχτό χώρο
αποσκευών εκείνου του αυτοκινήτου.
Η έκπληξή του έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν αναγνώρισε
τα χαρακτηριστικά εκείνης της κοπέλας.
Αμέσως προχώρησε προς το μέρος της.
Φάνηκε να τον γνώρισε καθώς την είδε να του κάνει ένα νεύμα με το χέρι της.
Έφτασε κοντά της και είδε το όμορφο
πρόσωπό της να λάμπει από χαρά.
Κάθισε κάτω στον βρεγμένο δρόμο και αυτή έσκυψε το κεφάλι της,
βάζοντας τα χέρια της κάτω από το λαιμό σαν μαξιλάρι,
στην άκρη του χώρου αποσκευών και άρχισαν να μιλάνε.
Ο τρόπος που τον κοίταζε τον έκανε να θυμηθεί τις μέρες
που τον αγαπούσε και αυτή η σκέψη τον έκανε πολύ χαρούμενο.
Είχε περάσει πολύ ώρα που μιλούσαν και είχε σκοτεινιάσει,
μόνο μια λάμπα που κρεμόταν από κάποιο στύλο ακριβώς
από πάνω τους τους φώτιζε.
Ήθελε να ρωτήσει γιατί καθόταν μέσα στον χώρο αποσκευών
και ακόμα ποιος ήταν ο άντρας που άλλαζε το λάστιχο,
αλλά, σαν να του κρατούσε αιχμάλωτη τη γλώσσα
μια τεράστια αόρατη δύναμη, δεν έλεγε τίποτα.
Αυτή η σκέψη τον έκανε να ανησυχήσει.
Αυτή του έδωσε το παπούτσι της να το δοκιμάσει.
Το δοκίμασε και της το έδωσε πίσω λέγοντας πως του είναι μικρό.
Ξαφνικά έπιασε ένας δυνατός αέρας και η λάμπα που
κρεμόταν από πάνω τους άρχισε να κουνιέται πέρα-δώθε
πότε φωτίζοντας τη μεριά που καθόταν αυτή και πότε τη μεριά που καθόταν αυτός.
Ύστερα από λίγο άρχισε να ακούγεται θόρυβος από καλπασμό αλόγων.
Αυτή κάτι είπε και γέλασε δυνατά. Η λάμπα έφυγε από τη μεριά της
και φώτισε το πρόσωπό του τη στιγμή που άκουσε ένα δυνατό θόρυβο
και μια κραυγή πόνου. Όταν η λάμπα ξαναφώτισε το πρόσωπό της
είδε με έκπληξη το καπό του αυτοκινήτου να είναι κατεβασμένο
και το πρόσωπό της να εξέχει από το χώρο αποσκευών
ζωγραφισμένο από μια έκφραση πόνου ενώ τα αίματα έτρεχαν ποτάμι στο δρόμο.
Ο άντρας που πριν άλλαζε το λάστιχο ήταν όρθιος και το χέρι του
ακουμπούσε στο καπό του αυτοκινήτου. Έχωσε το κεφάλι του μέσα στα χέρια του
και έκλαιγε με λυγμούς. Ένα κρεβάτι έτριξε. Άλογα πέρασαν από δίπλα του.
Επάνω τους ήταν στρατιώτες με τα όπλα στραμμένα προς το έδαφος.
Όλο το σώμα του τρανταζόταν από τους λυγμούς ενώ ταυτόχρονα
το σώμα του μούδιασε. Ο άντρας που πριν ήταν όρθιος τον σκούντησε στον ώμο.
Δεν μπορούσε να ανοίξει τα μάτια του από τα δάκρυα.
Ο άντρας τον σκούντησε ξανά. Κατάφερε να ανοίξει τα μάτια του.
Το χέρι που τον έπιανε στον ώμο κατέληγε σ΄ έναν άντρα με μπλε στολή και καπέλο.
“Συγγνώμη κύριε. Το εισιτήριο σας”.
Πετάχτηκε όρθιος και το βιβλίο που κρατούσε στα χέρια του έπεσε κάτω.
Το ηλικιωμένο ζευγάρι που καθόταν απέναντι τον κοίταζε.
Άφησε το σώμα του να πέσει πίσω στο κάθισμα του τρένου,
σκούπισε με την ανάποδη του χεριού του τον ιδρώτα που
έτρεχε ποτάμι από το μέτωπό του και έψαξε για λίγο
στις τσέπες του ώσπου να βρει το εισιτήριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου