Κυριακή, Ιουλίου 03, 2005

Αγκάθια















Κάνει κρύο αυτό το ήρεμο και σκοτεινό χειμωνιάτικο πρωινό.
Η παραλία είναι όλη δικιά μου – δεν είναι ο καιρός των λουομένων.
Μόνος μου παρέα μ’ έναν θάνατο, ένα «θάνατο» κι έναν
πίνακα ζωγραφικής: τον θάνατο του αδελφού μου πριν τέσσερις
μήνες, τον «θάνατο» ενός έρωτα, σχεδόν ταυτόχρονα
και τον πίνακα του Jean Toorop με τις γυναικείες μορφές που
βγάζουν αγκάθια από ένα νεκρό σώμα να στριφογυρνάει στο μυαλό μου.
Υγρά βοτσαλάκια, βαριά άμμος. Μερικές βαρκούλες, σ’ ένα μόλο
πιο πέρα, πάλλονται στον μικρό παφλασμό των κυμάτων,
ένα σκυλί βολοδέρνει πεινασμένο και στο βάθος, στον ορίζοντα,
η θολή θάλασσα μοιάζει να θέλει να ενωθεί με το γκρίζο του ουρανού.
Κλώτσησα, από συνήθεια, μια πετρούλα παρακολουθώντας
τη τεθλασμένη πορεία της ανάμεσα στις άλλες πέτρες, ως που να
αγγίξει το κυματάκι. Κι ο αδελφός μου έφυγε, για πάντα,
τρέχοντας σαν αυτή τη πετρούλα, από το σημείο εκκίνησης,
το φως, ως το τέρμα, χτυπώντας πάνω σε άλλες
πετρούλες, αλλάζοντας πορεία, ως που σταμάτησε να κινείται,
και να βλέπει. Και ύστερα σιωπή . Ήθελα, πριν τη σιωπή,
να του πω να μην ανησυχεί για μένα αλλά δεν ήξερα πότε θα γίνει αυτό.
Το λέω τώρα κλείνοντας τα μάτια, σιωπηρά, σαν προσευχή.
Το σκυλί με πλησίασε και με κοίταξε περιμένοντας
ίσως να του δώσω κάτι να φάει.
Πότε, κυλώντας σα την πετρούλα, πέφτουμε πάνω
σ’ άλλες και πονάμε, πότε γελάμε.
Στριμωγμένοι ανάμεσα σε πόνους και σε πόθους,
συνωστιζόμαστε, σπρώχνουμε, σπρωχνόμαστε και προχωράμε.
Κι αυτή φοράει, σαν ρούχο, ένα αγκάθι πάνω της,
δίκοπο αγκάθι. Θέλω να την αγκαλιάσω, μα το αγκάθι
με τσιμπάει. Και τσιμπιέται. Ακάνθινες σχέσεις.
Την αγαπάω μ’ έναν περίεργο τρόπο, χωρίς απαιτήσεις
και τρέφω αισθήματα σαν την αντανάκλαση του ειδώλου μου
στο νερό που αποσχηματίζεται, διασπάται από το αεράκι και,
ως δια μαγείας, δημιουργείται ξανά στην ηρεμία.
Η κίνησή μας, από τη δημιουργία ως την σιωπή είναι κάτι άλλο,
πέρα από το συγκριτικό αράδιασμα των πλεονεκτημάτων
και των μειονεκτημάτων μας.
Δεν ερωτεύονται ποτέ τα πλεονεκτήματα,
ούτε μισούν τα μειονεκτήματα, δεν ζουν και δεν πεθαίνουν.
Δεν ξέρω τι ακριβώς είμαστε, αλλά ξέρω καλά ότι δεν χωράμε
σε κανένα μαθηματικό τύπο.
Περπατάω κατά το μήκος της παραλίας
και το σκυλί απογοητευμένο –μάλλον διαφωνεί μαζί μου-
έσκυψε κάτι να μυρίσει.
Σε λίγους μήνες, στα ίδια βήματα, γυμνά σώματα θα ανασαίνουν
λαχανιασμένα από τον ήλιο και το τρεχαλητό, το μπάνιο,
τα πνιχτά γέλια και τους ερωτικούς πόθους.
Κάνει κρύο μα είμαι ντυμένος καλά.

1 σχόλιο:

eryx-t είπε...

"Δεν ξέρω τι ακριβώς είμαστε, αλλά ξέρω καλά ότι δεν χωράμε
σε κανένα μαθηματικό τύπο."


Μα αυτή σου η φράση είναι κατα κάποιον τρόπο ένας μαθηματικός τύπος!
Κάτι ήξερε το σκυλί που διαφωνούσε, μου φαίνεται.

---

Υπέροχο το σημείο εκείνο με το είδωλο που διαταράσσεται, διαλύεται και ξαναβρίκεται εκεί σαν ηρεμεί το νερό! Απίθανη μεταφορά!!! Πολύ μου άρεσε.