Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 29, 2005
αιμόπτυση
η αιχμηρή άκρη ενός εγκλωβισμού τρυπάει τη γλώσσα μου και αγκιστρώνεται βαθιά,
σκεπάζω επιμελώς με το σάλιο μου το αίμα που τρέχει, στα χείλη μου,
κατεβαίνει απ’ το σαγόνι μου, στάζει στο μπεζ φρεσκοπλυμένο και καλοσιδερωμένο πουκάμισό μου,
δημιουργώντας αναπότρεπτες κηλίδες τις οποίες χαϊδεύω με τα ακροδάχτυλά μου τα οποία ύστερα γλύφω
και όπως τα γλύφω αρθρώνω, στην αρχή, λέξεις, ύστερα προτάσεις ολόκληρες, και αργότερα θεωρίες συμπαντικές,
ουσιαστικά όμως φτύνω, φτύνω με το δάχτυλο στο στόμα, αίμα και σάλιο,αιμόπτυση
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 21, 2005
μονοφωνικές κραυγές
απόμακρα ξεκινάει από το μπρός αριστερό ηχείο
ύστερα για λίγο μόνη της μετακομίζει στο δεξί
ενώ ταυτόχρονα δυναμώνει,
πηγαινοέρχονται απ’ το κύριο δεξί στο κύριο αριστερό
εκκωφαντικά πλέον,
παράλληλα το subwoofer
δονεί τη πόρτα
το σύγχρονό μου πεντακάναλο
οικιακό ηχοσύστημα με ντιβιντι
αναπαράγει ποιοτικά
κραυγές
που είναι
παλιές,
μονοφωνικές.
ύστερα για λίγο μόνη της μετακομίζει στο δεξί
ενώ ταυτόχρονα δυναμώνει,
πηγαινοέρχονται απ’ το κύριο δεξί στο κύριο αριστερό
εκκωφαντικά πλέον,
παράλληλα το subwoofer
δονεί τη πόρτα
το σύγχρονό μου πεντακάναλο
οικιακό ηχοσύστημα με ντιβιντι
αναπαράγει ποιοτικά
κραυγές
που είναι
παλιές,
μονοφωνικές.
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 19, 2005
τρέχει
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 15, 2005
backwards
το σπέρμα
φεύγει από κει που είχε χυθεί
και επιστρέφει πίσω
στην αρχική του θέση,
στα παρασυρμένα,
από κύματα ηδονής,
πρόσωπα,
επέρχονται εκφράσεις
αγωνιώδους προσπάθειας,
ντύνονται σα να γδύνονται,
τα στόματα έρχονται σε επαφή
σα να απομακρύνονται,
μιλάνε αγκαλιασμένοι
και φεύγουν,
σα να έρχονται,
απ’ την ίδια δίφυλλη πόρτα
ενός ξενοδοχείου
χωριστά,
σαν μαζί.
backwards
ερωτικής σκηνής
φεύγει από κει που είχε χυθεί
και επιστρέφει πίσω
στην αρχική του θέση,
στα παρασυρμένα,
από κύματα ηδονής,
πρόσωπα,
επέρχονται εκφράσεις
αγωνιώδους προσπάθειας,
ντύνονται σα να γδύνονται,
τα στόματα έρχονται σε επαφή
σα να απομακρύνονται,
μιλάνε αγκαλιασμένοι
και φεύγουν,
σα να έρχονται,
απ’ την ίδια δίφυλλη πόρτα
ενός ξενοδοχείου
χωριστά,
σαν μαζί.
backwards
ερωτικής σκηνής
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 14, 2005
γυμνό
(αντιγραφή μέρους έργου του Γκούσταβ Κλίμτ από φίλη)
Γυμνές σκέψεις,
γυμνές φωνές,
γυμνά γέλια,
γυμνές επιθυμίες
γυμνά κορμιά,
τατουάζ
που βρέχονται.
Μπάνιο τροφίμων
σωφρονιστικού
καταστήματος ανηλίκων.
Εντελώς γυμνό.
Γυμνές σκέψεις,
γυμνές φωνές,
γυμνά γέλια,
γυμνές επιθυμίες
γυμνά κορμιά,
τατουάζ
που βρέχονται.
Μπάνιο τροφίμων
σωφρονιστικού
καταστήματος ανηλίκων.
Εντελώς γυμνό.
Κυριακή, Σεπτεμβρίου 11, 2005
ολοκληρωτική κατάληψη
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 08, 2005
το σύντομο ιστορικό μιας σύλληψης
Σήμερα είδα αστυνομικούς να φοράνε χειροπέδες σε τρία νέα
παιδιά. Για τον ένα μάλιστα χρειάστηκε να τρέξουν λίγο για
να τον πιάσουν. Έκοψα ταχύτητα στο αυτοκίνητο για να
παρατηρήσω πιο καλά. Δεν μπορούσα φυσικά να σταματήσω,
άλλωστε μου ήταν άγνωστα πρόσωπα και το πιθανότερο
αλλοδαποί. Έφτασα σπίτι. Έφαγα, κάπνισα ένα τσιγάρο,
είδα τα e-mails μου, αντάλλαξα κάποια μηνύματα στο κινητό
ακούγοντας τη μουσική που μ’ αρέσει και ύστερα ξάπλωσα.
Ενώ στον ίδιο ακριβώς χρόνο που εγώ έκανα αυτά,
οι συλληφθέντες,
πιθανολογώ
– με μάλλον μεγάλη ακρίβεια-
ότι
χαστουκίζονται,
με χειροπέδες πάντα
περασμένες,
έρμαια
στα χέρια άλλων
- δεν μπορούν
ν’ ακούσουν μουσική-
ρωτούνται
-δεν μπορούν
να ανταλλάξουν μηνύματα
στο κινητό-
συνεχώς
για όλες
τις
κλοπές
-τα χέρια τους
είναι δεμένα-
της ευρύτερης περιοχής
και τη σχέση τους μ’ αυτές,
ξαναχαστουκίζονται
και
κλείνονται
σ’ ένα κελί,
- τα μάτια τους
είναι δεμένα-
επανειλημμένα συλλαμβάνονται,
επανειλημμένα κλείνονται σε κελί,
επανειλημμένα την ίδια ώρα που,
χα χα χα
ελεύθερος εγώ,
ξυπνάω,
πάω για δουλειά
και εξιστορώ σε αποχαυνωμένους συνάδελφους
το σύντομο ιστορικό
μιας σύλληψης
κι αυτοί χειροκροτούν
με χα χα χα
ελεύθερα χέρια την αστυνομία.
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 07, 2005
βία
Μου είπε με παράπονο :
«αφού μου το υποσχέθηκες....»
Mπορεί και με κάνει κουρέλι.
Δεν σηκώνω πια το τηλέφωνο.
Δεν θέλω να μιλήσω με κανένα.
Ούτε να ακούσω κανένα.
Oι δίοδοι της επικοινωνίας έχουν κοπεί.
Τις τραβήξαμε αριστερά, τις τραβήξαμε δεξιά,
στην αρχή σιγά, ύστερα βίαια.
Έπεσαν σαν χάρτινος πύργος.
Τώρα κλεισμένοι στους εαυτούς μας,
σα να μη γνωριστήκαμε ποτέ,
κι’ ας εμπιστευθήκαμε ο ένας στον άλλο
τα πιο μύχια συναισθήματά του,
τις πιο κρυφές του σκέψεις
τώρα ξέρω ότι κλαίει....
....κλαίει βουβά,
μόνο τα δάκρυα το προδίδουν
Θα έρθει ξανά, τώρα πια όμως μόνο στον ύπνο μου,
εκεί ανάμεσα από πύρινες λόγχες που εκτοξεύονται,
δίπλα σε σάρκες που ξεσκίζονται από καυτό ατσάλι,
πίσω από δάκρυα πόνου,
μπροστά από απίστευτη βία,
και θα μου πει με παράπονο:
«αφού μου το υποσχέθηκες...»
και πάλι θα γίνω κουρέλι.
«αφού μου το υποσχέθηκες....»
Mπορεί και με κάνει κουρέλι.
Δεν σηκώνω πια το τηλέφωνο.
Δεν θέλω να μιλήσω με κανένα.
Ούτε να ακούσω κανένα.
Oι δίοδοι της επικοινωνίας έχουν κοπεί.
Τις τραβήξαμε αριστερά, τις τραβήξαμε δεξιά,
στην αρχή σιγά, ύστερα βίαια.
Έπεσαν σαν χάρτινος πύργος.
Τώρα κλεισμένοι στους εαυτούς μας,
σα να μη γνωριστήκαμε ποτέ,
κι’ ας εμπιστευθήκαμε ο ένας στον άλλο
τα πιο μύχια συναισθήματά του,
τις πιο κρυφές του σκέψεις
τώρα ξέρω ότι κλαίει....
....κλαίει βουβά,
μόνο τα δάκρυα το προδίδουν
Θα έρθει ξανά, τώρα πια όμως μόνο στον ύπνο μου,
εκεί ανάμεσα από πύρινες λόγχες που εκτοξεύονται,
δίπλα σε σάρκες που ξεσκίζονται από καυτό ατσάλι,
πίσω από δάκρυα πόνου,
μπροστά από απίστευτη βία,
και θα μου πει με παράπονο:
«αφού μου το υποσχέθηκες...»
και πάλι θα γίνω κουρέλι.
Τρίτη, Σεπτεμβρίου 06, 2005
κούκλες
Περπατάω. Μ΄ αρέσει να περπατάω το βράδυ.
Τώρα τελευταία έχουν βάλει φώτα μέσα στο
πευκοφυτεμένο διαχωριστικό διάζωμα
της λεωφόρου και είναι όμορφα.
Oι άνθρωποι γύρω μου, ως συνήθως, βιάζονται
κι’ αδιαφορούν για τις πανέμορφες νέον επιγραφές
πάνω από βιτρίνες με ντυμένες κούκλες.
Δυο απ’ αυτές βγαίνουν απ’ τη βιτρίνα
και για λίγο, ως που να βγουν έξω,
ένα μπλε νέον Levi’s τους χαράζει τα κορμιά,
κι’ ύστερα ανακατεύονται με τον κόσμο.
Είναι μια γυναίκα κι’ ένας άνδρας,
με τέλεια ψηλά σώματα,
ιδανικές αναλογίες κι’ ωραία μαλλιά,
που φοράνε κάτι καταπληκτικά ρούχα,
πιασμένοι αγκαζέ και περπατάνε λίγο περίεργα,
δύσκαμπτα, θα έλεγα..
Ίσως να φταίει η χρόνια ακινησία, σκέφτομαι
και υποθέτω ότι οι αρθρώσεις τους δεν θα μπορούν
να ανταποκριθούν στις κινήσεις, ας πούμε, ενός χορού..
Δεν μιλάνε, ίσως δεν μπορούν έτσι όπως συνήθισαν στη σιωπή.
Κάποιοι τους προσέχουν και τους σχολιάζουν,
αυτοί κανέναν δεν κοιτάζουν, επειδή ίσως έτσι τους έμαθαν.
Τα πρόσωπά τους έχουν μια όψη κάπως ωχρή,
πιθανό αποτέλεσμα της χρόνιας έκθεσης,
και μάλλον, χωρίς να μπορώ να πάρω όρκο γι’ αυτό,
είναι χαμογελαστά,
ή μήπως είναι λυπημένα;
Τώρα τελευταία έχουν βάλει φώτα μέσα στο
πευκοφυτεμένο διαχωριστικό διάζωμα
της λεωφόρου και είναι όμορφα.
Oι άνθρωποι γύρω μου, ως συνήθως, βιάζονται
κι’ αδιαφορούν για τις πανέμορφες νέον επιγραφές
πάνω από βιτρίνες με ντυμένες κούκλες.
Δυο απ’ αυτές βγαίνουν απ’ τη βιτρίνα
και για λίγο, ως που να βγουν έξω,
ένα μπλε νέον Levi’s τους χαράζει τα κορμιά,
κι’ ύστερα ανακατεύονται με τον κόσμο.
Είναι μια γυναίκα κι’ ένας άνδρας,
με τέλεια ψηλά σώματα,
ιδανικές αναλογίες κι’ ωραία μαλλιά,
που φοράνε κάτι καταπληκτικά ρούχα,
πιασμένοι αγκαζέ και περπατάνε λίγο περίεργα,
δύσκαμπτα, θα έλεγα..
Ίσως να φταίει η χρόνια ακινησία, σκέφτομαι
και υποθέτω ότι οι αρθρώσεις τους δεν θα μπορούν
να ανταποκριθούν στις κινήσεις, ας πούμε, ενός χορού..
Δεν μιλάνε, ίσως δεν μπορούν έτσι όπως συνήθισαν στη σιωπή.
Κάποιοι τους προσέχουν και τους σχολιάζουν,
αυτοί κανέναν δεν κοιτάζουν, επειδή ίσως έτσι τους έμαθαν.
Τα πρόσωπά τους έχουν μια όψη κάπως ωχρή,
πιθανό αποτέλεσμα της χρόνιας έκθεσης,
και μάλλον, χωρίς να μπορώ να πάρω όρκο γι’ αυτό,
είναι χαμογελαστά,
ή μήπως είναι λυπημένα;
οπτικό πεδίο
Ένα αγόρι κι’ ένα κορίτσι, στο βάθος,
λικνίζονται καπνίζοντας,
στο ρυθμό μιας μονότονα επαναλαμβανόμενης μουσικής.
Μερικά βήματα πριν,
ένας άντρας μιλάει στο αυτί ενός άλλου που γελάει.
Μια κοπέλα με ένα δίσκο στο χέρι, γεμάτο ποτήρια,
μου τους κρύβει για δευτερόλεπτα.
Λίγο πιο δεξιά και πιο κοντά μου,
μια μεσήλικη γυναίκα κοιτάζει τα χείλη
που ανοιγοκλείνουν ενός άντρα.
Στο διπλανό σκαμπό, αριστερά μου, η πλάτη κάποιου.
Δεν βλέπω το πρόσωπό του,
αλλά φοράει ένα πολύ ωραίο πουκάμισο
με πράσινες κυματιστές γραμμές.
Και αμέσως πριν είμαι εγώ αλλά είμαι εκτός του οπτικού μου πεδίου.
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 05, 2005
παράσταση
Το σενάριο (της Ζωής) απλό: έρωτας.
Εγώ σκηνοθέτης
(διανέμω άλλη μια φορά
τους κυρίως ρόλους και τους δευτερεύοντες)
και μουσικός,
(γράφω μουσική της προσμονής.)
αλλά και ξυλουργός
(καρφώνω πρόκες
σε σκηνικά με ουρανό ζωγραφισμένα)
ακόμα και ηλεκτρολόγος,
(φροντίζω τη σωστή γωνία
των προβολέων)
Τα πρόσωπα έχουν ανακληθεί στη μνήμη,
οι θεατές στη θέση τους.
Η παράσταση ξεκινάει.
(συνήθως όταν βραδιάζει
και νιώθω μόνος)
Εγώ σκηνοθέτης
(διανέμω άλλη μια φορά
τους κυρίως ρόλους και τους δευτερεύοντες)
και μουσικός,
(γράφω μουσική της προσμονής.)
αλλά και ξυλουργός
(καρφώνω πρόκες
σε σκηνικά με ουρανό ζωγραφισμένα)
ακόμα και ηλεκτρολόγος,
(φροντίζω τη σωστή γωνία
των προβολέων)
Τα πρόσωπα έχουν ανακληθεί στη μνήμη,
οι θεατές στη θέση τους.
Η παράσταση ξεκινάει.
(συνήθως όταν βραδιάζει
και νιώθω μόνος)
Κυριακή, Σεπτεμβρίου 04, 2005
κλέφτης, πιάστε τον
Επιστροφή
Ξεπηδά μέσα απ’ τα μάτια μου,
απ’ τ’ αριστερό η όψη,
απ’ το δεξί η καρδιά της,
ανεμίζει τα ξέπλεκα μαλλιά της,
σημαία ανεξαρτησίας,
αυθύπαρκτη συνισταμένη
όλων των ερώτων,
ιδανική συγχώνευση
όλων των συντρόφων.
Ο τέλειος έρωτας.
Την αρχική χαρά της ελευθερίας
όμως διαδέχεται στιγμιαία αμηχανία
που στη συνέχεια μετατρέπεται
σε μόνιμο φόβο.
Τέλος, πανικοβλημένη επιστρέφει πίσω.
Κάθε φορά που δραπετεύει το ίδιο γίνεται.
Σάββατο, Σεπτεμβρίου 03, 2005
η ρούμπα της Βαρκελώνης
(ιδέα απο το τραγούδι του Manu Chao, Rumba De Barcellona)
Μερικές φορές,
θέλω να χορέψω μια τρελή ρούμπα
με σπανιόλικες ξέφρενες κιθάρες.
Στο απότομο λίκνισμά μου,
ν’ αφήνω
δεξιά μου μαύρο,
αριστερά μου κόκκινο,
σαν εκείνη τη σημαία
π’ ανέμιζε
στη Βαρκελώνη
Ιούλη του ΄36.
Μερικές φορές,
θέλω να χορέψω μια τρελή ρούμπα
με σπανιόλικες ξέφρενες κιθάρες.
Στο απότομο λίκνισμά μου,
ν’ αφήνω
δεξιά μου τη ζωή,
αριστερά μου την αγάπη,
σαν εκείνη τη σημαία
π’ ανέμιζε
στη Βαρκελώνη
Ιούλη του ΄36.
Μερικές φορές,
χορεύοντας μια τρελή ρούμπα
με σπανιόλικες ξέφρενες κιθάρες
θέλω να κάψω ότι καίει τη ζωή,
βιτρίνες, φυλακές, ψυχιατρεία
και να ουρλιάξω είμαστε εδώ ακόμα.
Μερικές φορές,
θέλω να χορέψω μια τρελή ρούμπα
με σπανιόλικες ξέφρενες κιθάρες.
Στο απότομο λίκνισμά μου,
ν’ αφήνω
δεξιά μου μαύρο,
αριστερά μου κόκκινο,
σαν εκείνη τη σημαία
π’ ανέμιζε
στη Βαρκελώνη
Ιούλη του ΄36.
Μερικές φορές,
θέλω να χορέψω μια τρελή ρούμπα
με σπανιόλικες ξέφρενες κιθάρες.
Στο απότομο λίκνισμά μου,
ν’ αφήνω
δεξιά μου τη ζωή,
αριστερά μου την αγάπη,
σαν εκείνη τη σημαία
π’ ανέμιζε
στη Βαρκελώνη
Ιούλη του ΄36.
Μερικές φορές,
χορεύοντας μια τρελή ρούμπα
με σπανιόλικες ξέφρενες κιθάρες
θέλω να κάψω ότι καίει τη ζωή,
βιτρίνες, φυλακές, ψυχιατρεία
και να ουρλιάξω είμαστε εδώ ακόμα.
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 02, 2005
ανφάς, προφίλ
το "σ' αγαπώ"
καμπυλώνει πυκνό - σαν φρύδι-
πάνω από ένα κυκλικό,
φωτεινό "καρδιά μου"- σαν μάτι-
το "σε θέλω" σχηματίζει γωνία, γαμψή - σαν μύτη-
πάνω από ένα "για πάντα", καμπυλό, σαρκώδες
και αντίστροφα, από κάτω επαναλαμβανόμενο -σαν χείλη-
μιξάρω την επιθυμία μου
ανφάς,
στη μουσική της μορφής σου,
προφίλ.
απορροφητικό κουτί
(η αφίσα της ταινίας "Ταξιτζής")
Τα κορμιά αφήνονται
σε ερωτικό παιχνίδι.
Τυλίγονται με εξερευνητικά χάδια,
υπό το κινούμενο φως της τηλεόρασης,
ηδονές αναβλύζουν απ’ τα έγκατα των σαρκών
υγραίνοντας τους πόρους του δέρματος,
λόγια αγάπης, ανακατεμένα
με ήχους τηλεοπτικών αγορών,
περιστρεφόμενες δίνες τα σώματα
ενώνονται,
πάνω στο τραπέζι των ειδήσεων των εννέα.
Τα κορμιά αφήνονται
σε ερωτικό παιχνίδι.
Τυλίγονται με εξερευνητικά χάδια,
υπό το κινούμενο φως της τηλεόρασης,
ηδονές αναβλύζουν απ’ τα έγκατα των σαρκών
υγραίνοντας τους πόρους του δέρματος,
λόγια αγάπης, ανακατεμένα
με ήχους τηλεοπτικών αγορών,
περιστρεφόμενες δίνες τα σώματα
ενώνονται,
πάνω στο τραπέζι των ειδήσεων των εννέα.
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 01, 2005
«Μη τον ρωτάς τον Ουρανό». Ποτέ.
Μια μελωδία, ιπτάμενο χαλί,
με παίρνει βόλτα στο φεγγάρι,
με τ' άστρα συναθροίζομαι,
χαριεντίζομαι,
από παντού δέσμες φωτός,
διασταυρώνονται πάνω μου,
και με λούζουν με το προϊστορικό τους φως,
διαπερνούν τη καρδιά μου,
υλοποιούν τη ψυχή μου,
σε αστρικό σχήμα
και την εξαγνίζουν.
Που είναι τώρα η αγάπη,
που έμαθα να ορκίζομαι,
να γίνω φως της,
ρώτησα ένα απ' τ’ άστρα στο αυτί.
Και σαν μαλακτικό ψυχής
ένα πιάνο πίσω απ’ τ’ άστρα παίζει:
«μη τον ρωτάς τον ουρανό»
Κι' αυτό μου τραγουδάει ψιθυριστά:
Ποτέ.
πότε πετώ, πότε πατώ
Κεραυνοβόλος έρωτας
Και τα μάτια μας είναι ορθάνοιχτα, όμως το βλέμμα μας
διαπερνά το οπτικό πεδίο και χάνεται στο άπειρο.
Και έχουμε δει τόσα και τόσα
πράγματα χώρια.
Και τα στοματά μας είναι
ανοιχτά χωρίς όμως να μπορούν να αρθρώσουν
την παραμικρή λέξη.
Και έχουμε τόσα πολλά να πούμε
για τα χρόνια που δεν είμαστε μαζί.
Και μόνο ενώνουμε τα σώματά μας σαν αυτό να είναι
η γεφύρωση του χάσματος που στέκει ανάμεσά μας.
Και από τα κορμιά μας ξεχύνονται οι υπάρξεις μας.
Και μπαίνουν του ενός στον άλλο.
Και μ’ αυτόν το μαγικό τρόπο μάθαμε τα πάντα,
ο ένας για τον άλλο.
.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)