Τρίτη, Δεκεμβρίου 06, 2005

Η Αψίδα του Έρωτα

επαναλαμβανόμενα σε ίσες αποστάσεις, σώματα που αγκαλιάζονται
γυμνά
φιλιά
χάδια
πόθοι
έλξεις
δημιουργούν την αψίδα, απ’ όπου θριαμβευτής θα εισέλθει ο έρωτας

Σάββατο, Δεκεμβρίου 03, 2005

Η Αιόλου, μια μπάντα και μια φιλία

Μου είπε όχι.
Χαμήλωσα το βλέμμα μου και έκανα μια μεγάλη βόλτα με τα πόδια.
Περνώντας απ’ το δρόμο των λευκών ειδών, την Αιόλου,
θυμήθηκα μια πλανόδια μπάντα αλλοδαπών, πριν χρόνια,
που είχα συναντήσει εδώ.
Η βροντερή φωνή του τραγουδιστή τους με το θεατρίνικο κόκκινο σακάκι
και το παιχνιδιάρικα θορυβώδες παίξιμο των οργάνων τους
σε κλασικά τραγούδια αγάπης,
είναι ακόμα στο μυαλό μου σαν μια πολύ όμορφη εντύπωση.
Σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο που τους είχα δει μόνος μου,
μετά από καιρό βρέθηκα να περπατάω μαζί της.
Ξαφνικά θυμήθηκε ότι μια φίλη της,
που είχαν κόψει από χρόνια κάθε επαφή,
δούλευε σ’ ένα απ’ τα καταστήματα των λευκών ειδών.
Μπήκε μέσα και ρώτησε αν εξακολουθεί να δουλεύει εκεί.
Τώρα ούτε η μπάντα ακούγεται ούτε αυτή.
Μόνο η Αιόλου υπάρχει με τα καταστήματά της των λευκών ειδών.
Όχι, της είχαν πει.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 02, 2005

Απογαλακτισμός

Το σώμα του έπεσε στο κάθισμα του λεωφορείου, ανάμεσα από μια έγκυος, νέα γυναίκα και έναν μεγάλης ηλικίας άνδρα. Αισθάνθηκε αφόρητη πίεση στα πλαϊνά μέρη του σώματός του, παρ’ όλο που δεν τον άγγιζαν τα σώματα της εγκύου και του ηλικιωμένου. Σαν ένα άγχος να τους στεφάνωνε αγγελικά και να περιέρρεε με διαβολικό τρόπο απ’ τα σώματα αυτά. Το άγχος της έναρξης μιας ζωής και το άγχος του τέλους μιας άλλης. Ένιωθε το σώμα του να ιδροκοπάει και ταυτόχρονα να αδυνατίζει δραματικά. Τα μάγουλά του βάθυναν προς τα μέσα συναντώντας τα κόκαλα του προσώπου, οι βολβοί των ματιών αναρροφήθηκαν σιγά σιγά και στο τέλος εξαφανίσθηκαν. Το κρέας του τυλίχτηκε γύρω απ’ τα κόκαλά του, που συνειδητοποίησε ότι ήταν σπασμένα γιατί η σάρκα του χυνόταν σαν μητρικό πηχτό γάλα στο δάπεδο και στο κάθισμα του λεωφορείου. Παρά τον πόνο, απ’ τα αποσυνδεδεμένα μεταξύ τους κόκαλα και το περιδινούμενο άγχος ανάμεσα στους πόλους Αρχή και Τέλος που τον συνέθλιβε, αποφάσισε να χαμογελάσει στην γυναίκα για τη νέα ζωή που εγκυμονεί και στον ηλικιωμένο για τη ζωή που έζησε, μα ξαφνικά σκέφτηκε: « η μαμά μου θα με περιμένει κι έχω αργήσει», και το χαμόγελό του πήρε την έκφραση μιας νεκρικής μάσκας. Ευγενέστατοι και οι δύο του ανταπόδωσαν το χαμόγελο με την ίδια ακριβώς έκφραση. Και έτσι, ως νεογέννητος, αναζήτησε στήθη, φούσκωσε τα μαγουλά του με μητρικό γάλα, έγλυψε αυτάρεσκα τα χείλη του με τη γλώσσα του, άναψε τσιγάρο και ανέβηκε στην ταράτσα να πηδήξει από εκεί μπροστά απ’ ένα λεωφορείο.