Τρίτη, Ιουλίου 19, 2005

...χαμένο καλοκαίρι

C.N.T. (Confederation National del Trabajo), Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας, καθοδηγούμενη απ τους αναρχικούς.
F.A.I. (Federation Anarquista Iberica), Αναρχική Ομοσπονδία Ιβηρικής.

...χαμένο καλοκαίρι


Φλεβάρης του '39. Οι μαχητές του Δημοκρατικού στρατού περνούν, ηττημένοι, τα Γαλλοκαταλωνικά σύνορα.

...χαμένο καλοκαίρι



αφίσα της CNT-FAI

...χαμένο καλοκαίρι


η κηδεία του Ντουρούτι

...χαμένο καλοκαίρι

Ο Ντουρούτι νεκρός

...χαμένο καλοκαίρι

...χαμένο καλοκαίρι

οι σειρήνες ουρλιάζουν

...χαμένο καλοκαίρι

αμερικάνοι εθελοντές φτάνουν στη Βαρκελώνη

...χαμένο καλοκαίρι

γυναίκες της πολιτοφυλακής της CNT

...χαμένο καλοκαίρι

προπαγανδιστική αφίσα της CNT

Το χαμένο καλοκαίρι















Ιούλης του ΄36. Η Βαρκελώνη στα οδοφράγματα

Σάββατο, Ιουλίου 16, 2005

cool θλίψη

σ’ ένα πάρτι,
σ’ αστεία ξεκαρδιστικά,
σε χάδια ερωτικά,
σε παθιάρικα φιλιά,
σε γυμνά κορμιά που γαμιούνται
κι ύστερα ανάβουν τσιγάρο,
μεταλλάσσεται, πολύ συχνά,
και το πρωί,
κάθε πρωί,
ξεροβήχει
ψάχνει το πεταμένο βρακί
και το σουτιέν της,
τα φοράει
και είναι cool
η γαμημένη θλίψη μου

σβήνω

Φόντο
το απόλυτο κενό
λευκό,
άηχο,
πρώτο πλάνο,
χρώμα,
παλμός,
κίνηση.
Το κενό
εκτείνεται σταδιακά
σβήνει το χρώμα,
το παλμό,
τη κίνηση.
Σα υγρό σφουγγάρι
με μικρές κυκλικές
κινήσεις,
σβήνει,
σβήνει αδιάκοπα.
Τα χείλη μου είναι κλειστά.
Ανοίγουν μόνο για το τσιγάρο.
Ήθελα να πω πολλά,
είχα άλλωστε όλο το χρόνο.
Όμως δεν μίλησα,
μόνο μ’ ένα υγρό σφουγγάρι,
με μικρές κυκλικές
κινήσεις,
σβήνω,
σβήνω,
σβήνομαι αδιάκοπα.

κραγιόν

έβαψε με τα χείλη,
κόκκινα τα άσπρα φίλτρα πολλών τσιγάρων,
το στόμιο ενός κολονάτου ποτηριού,
που γέμιζε συνεχώς κονιάκ,
τα μάγουλα όλων των φίλων,
τα χείλη αρκετών εραστών.
Έφυγε όλο το κραγιόν.

φιλί

Διστακτικά στην αρχή,
τα χείλη μας αγγίχτηκαν,
απομακρύνθηκαν για λίγο
κι’ ύστερα λίγο πιο αποφασιστικά
ξαναενώθηκαν,
υγράνθηκαν οι γλώσσες
και ξεπρόβαλαν,
τα στόματα
ανοίγουν να τις υποδεχθούν,
όπως εισέρχονται
με διαρκώς αυξανόμενη πίεση,
τυλίγει η μια γλώσσα την άλλη,
και τα χείλη, σφραγισμένα,
περιστρέφονται αδιάκοπα.

Τράβηξε απότομα το στόμα απ’ το στόμα μου.
«Αν ξανακοιτάξεις πίσω μου, θα σε σκοτώσω»

Και έκλεισα για πάντα τα μάτια.

Ατέρμονας άξονας

Ατέρμονας άξονας που πάνω του κινούμαι,
η σκέψη μου θηλυκώνει στα λαδωμένα
σπειροειδή αυλάκια του,
καί γυρίζω.
Στην πλήρη περιστροφή μου,
διαδοχικά εμφανίζονται,
οι ιδεολογίες μου και η σπιτονοικοκυρά μου,
η κατάθεση του μηνιαίου μισθού μου
και τα απότιστα λουλούδια μου,
οι Νoir Desir κι’ η μάνα μου,
οι απέναντι και οι κάτω,
εγώ κι’ εγώ,
δρόμοι, πολλοί δρόμοι,
κι’ ο άξονάς μου, καλολαδωμένος.
Ατέρμονας άξονας που πάνω του κινούμαι,
η σκέψη μου θηλυκώνει στα λαδωμένα
σπειροειδή αυλάκια του,
καί γυρίζω.
Στην πλήρη περιστροφή μου,
διαδοχικά εμφανίζονται,
οι ιδεολογίες μου και η σπιτονοικοκυρά μου,
η κατάθεση του μηνιαίου μισθού μου
και τα απότιστα λουλούδια μου,
οι Νoir Desir κι’ η μάνα μου,
οι απέναντι και οι κάτω,
εγώ κι’ εγώ,
δρόμοι, πολλοί δρόμοι,
κι’ ο άξονάς μου, καλολαδωμένος.
Ατέρμονας άξονας που πάνω του κινούμαι,
η σκέψη μου θηλυκώνει στα λαδωμένα
σπειροειδή αυλάκια του,
καί γυρίζω.
Στην πλήρη περιστροφή μου,
διαδοχικά εμφανίζονται,
οι ιδεολογίες μου και η σπιτονοικοκυρά μου,
η κατάθεση του μηνιαίου μισθού μου
και τα απότιστα λουλούδια μου,
οι Νoir Desir κι’ η μάνα μου,
οι απέναντι και οι κάτω,
εγώ κι’ εγώ,
δρόμοι, πολλοί δρόμοι,
κι’ ο άξονάς μου, καλολαδωμένος.
Ατέρμονας άξονας που πάνω του κινούμαι,
η σκέψη μου θηλυκώνει στα λαδωμένα
σπειροειδή αυλάκια του,
καί γυρίζω.
Στην πλήρη περιστροφή μου,
διαδοχικά εμφανίζονται,
οι ιδεολογίες μου και η σπιτονοικοκυρά μου,
η κατάθεση του μηνιαίου μισθού μου
και τα απότιστα λουλούδια μου,
οι Νoir Desir κι’ η μάνα μου,
οι απέναντι και οι κάτω,
εγώ κι’ εγώ,
δρόμοι, πολλοί δρόμοι,
κι’ ο άξονάς μου, καλολαδωμένος.
Μία πλήρης περιστροφή.

Παρασκευή, Ιουλίου 15, 2005

σαλονάτη κόλαση

Στα άγρια σκυλιά που φυλάνε την είσοδο
σβήνετε τα μυτερά τους δόντια
και βάζετε μαλλιά να σκεπάζουν
τα μάτια τους. Γίνονται αγαπησιάρικα.
Τα μαύρα καζάνια που βράζουν άνθρωποι,
επίσης τα σβήνετε και τα
αντικαθιστάτε με μια γυαλιστερή
χύτρα ταχύτητας και, ας πούμε, ένα
γλυκό κοτοπουλάκι.
Τους τρομερούς διάολους μπορείτε,
προσθέτοντας ίσως μερικά φτερά
στο κεφάλι, ή κάποια σέξι ρούχα,
ένα μίνι τζινάκι ας πούμε,
να τους κάνετε ακόμα και ερωτεύσιμους.
Μια κόλαση στο σαλόνι σας.
Μια ενδιαφέρουσα στιλιστική πρόταση.
Φυσικά, ισχύει και το αντίστροφο.

Χώρος αποσκευών

Έπαιζε ένα παιδικό παιχνίδι. Ο κανόνας ήταν απλός: έπρεπε,
καθώς περπατούσε, να μην πατάει τα διαχωριστικά κενά ανάμεσα
στις πλάκες του πεζοδρομίου. Σήκωσε τα μάτια του μόνο
όταν έπρεπε να διαβεί ένα μικρό δρόμο.
Καθώς τον περνούσε ένα παράξενο θέαμα
λίγα μέτρα μακρύτερα, μέσα σ΄ αυτό το δρόμο, τον έκανε να σταθεί.
Κάποιος άντρας άλλαζε το λάστιχο ενός αυτοκινήτου
ενώ μια κοπέλα καθόταν μέσα στον ανοιχτό χώρο
αποσκευών εκείνου του αυτοκινήτου.
Η έκπληξή του έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν αναγνώρισε
τα χαρακτηριστικά εκείνης της κοπέλας.
Αμέσως προχώρησε προς το μέρος της.
Φάνηκε να τον γνώρισε καθώς την είδε να του κάνει ένα νεύμα με το χέρι της.
Έφτασε κοντά της και είδε το όμορφο
πρόσωπό της να λάμπει από χαρά.
Κάθισε κάτω στον βρεγμένο δρόμο και αυτή έσκυψε το κεφάλι της,
βάζοντας τα χέρια της κάτω από το λαιμό σαν μαξιλάρι,
στην άκρη του χώρου αποσκευών και άρχισαν να μιλάνε.
Ο τρόπος που τον κοίταζε τον έκανε να θυμηθεί τις μέρες
που τον αγαπούσε και αυτή η σκέψη τον έκανε πολύ χαρούμενο.
Είχε περάσει πολύ ώρα που μιλούσαν και είχε σκοτεινιάσει,
μόνο μια λάμπα που κρεμόταν από κάποιο στύλο ακριβώς
από πάνω τους τους φώτιζε.
Ήθελε να ρωτήσει γιατί καθόταν μέσα στον χώρο αποσκευών
και ακόμα ποιος ήταν ο άντρας που άλλαζε το λάστιχο,
αλλά, σαν να του κρατούσε αιχμάλωτη τη γλώσσα
μια τεράστια αόρατη δύναμη, δεν έλεγε τίποτα.
Αυτή η σκέψη τον έκανε να ανησυχήσει.
Αυτή του έδωσε το παπούτσι της να το δοκιμάσει.
Το δοκίμασε και της το έδωσε πίσω λέγοντας πως του είναι μικρό.
Ξαφνικά έπιασε ένας δυνατός αέρας και η λάμπα που
κρεμόταν από πάνω τους άρχισε να κουνιέται πέρα-δώθε
πότε φωτίζοντας τη μεριά που καθόταν αυτή και πότε τη μεριά που καθόταν αυτός.
Ύστερα από λίγο άρχισε να ακούγεται θόρυβος από καλπασμό αλόγων.
Αυτή κάτι είπε και γέλασε δυνατά. Η λάμπα έφυγε από τη μεριά της
και φώτισε το πρόσωπό του τη στιγμή που άκουσε ένα δυνατό θόρυβο
και μια κραυγή πόνου. Όταν η λάμπα ξαναφώτισε το πρόσωπό της
είδε με έκπληξη το καπό του αυτοκινήτου να είναι κατεβασμένο
και το πρόσωπό της να εξέχει από το χώρο αποσκευών
ζωγραφισμένο από μια έκφραση πόνου ενώ τα αίματα έτρεχαν ποτάμι στο δρόμο.
Ο άντρας που πριν άλλαζε το λάστιχο ήταν όρθιος και το χέρι του
ακουμπούσε στο καπό του αυτοκινήτου. Έχωσε το κεφάλι του μέσα στα χέρια του
και έκλαιγε με λυγμούς. Ένα κρεβάτι έτριξε. Άλογα πέρασαν από δίπλα του.
Επάνω τους ήταν στρατιώτες με τα όπλα στραμμένα προς το έδαφος.
Όλο το σώμα του τρανταζόταν από τους λυγμούς ενώ ταυτόχρονα
το σώμα του μούδιασε. Ο άντρας που πριν ήταν όρθιος τον σκούντησε στον ώμο.
Δεν μπορούσε να ανοίξει τα μάτια του από τα δάκρυα.
Ο άντρας τον σκούντησε ξανά. Κατάφερε να ανοίξει τα μάτια του.
Το χέρι που τον έπιανε στον ώμο κατέληγε σ΄ έναν άντρα με μπλε στολή και καπέλο.
“Συγγνώμη κύριε. Το εισιτήριο σας”.
Πετάχτηκε όρθιος και το βιβλίο που κρατούσε στα χέρια του έπεσε κάτω.
Το ηλικιωμένο ζευγάρι που καθόταν απέναντι τον κοίταζε.
Άφησε το σώμα του να πέσει πίσω στο κάθισμα του τρένου,
σκούπισε με την ανάποδη του χεριού του τον ιδρώτα που
έτρεχε ποτάμι από το μέτωπό του και έψαξε για λίγο
στις τσέπες του ώσπου να βρει το εισιτήριο.

Πέμπτη, Ιουλίου 14, 2005

Η πιο ωραία φωτογραφία














Η πιο ωραία φωτογραφία ήταν αυτή που τραβήχτηκε,
δεν θυμάμαι από ποιόν απ’ όλους τους εραστές,
σ’ ένα καφέ – φαίνονται τα ποτήρια-, σε κάποιο λιμάνι,
-από τα κατάρτια στο βάθος, λέω ότι είναι λιμάνι.
Φοράει ένα μαύρο δερμάτινο μπουφάν και το βλέμμα
είναι επίσης μαύρο, θλιμμένο. Άραγε είχε κλάψει πριν;
και, αν ναι, γιατί είχε κλάψει;
Κάνω μια υπόθεση: είχε κλάψει γιατί είχε ζητήσει
μόνιμη συμβίωση, για πολλοστή φορά και για ακόμα
άλλη μια φορά είχε λάβει αρνητική απάντηση.
Δεν ξέρω, υποθέτω. Όπως επίσης υποθέτω ότι είχε
θλιμμένο βλέμμα. Πολλές φορές οι φωτογραφίες
ξεγελούν. Τέλος πάντων, την έσκισα.

Κυριακή, Ιουλίου 10, 2005

μουσικό κουτί














Η κούκλα γέρνει ελαφρά το κεφάλι της
και με καρφώνει
με τα πράσινα γυάλινα μάτια της,
έτσι όπως μπροστά σ’ ένα καθρέφτη χεριού
χτενίζει τα μακριά κατάξανθα μαλλιά της,
ενώ το τρένο, μακρύ, πολύ μακρύ,
με μαύρη, κατάμαυρη ατμομηχανή,
με τρομάζει
καθώς σφυρίζουν οι ρόδες του στις ράγες
φρενάροντας, προκειμένου
να ανεφοδιαστεί με καύσιμα και νερό,
Η κούκλα μοιάζει τώρα να μου χαμογελάει
και η μάγισσα που εμφανίστηκε από το πουθενά,
πάνω στη σκούπα της, απειλητική,
φέρνει γύρω μου στροφές
στο ρυθμό της συμφωνίας του Μότσαρτ, αριθμός 40.

Ανεβαίνω τα σκαλάκια να μπω στο τρένο
Θ’ αργήσω πάλι στη δουλειά, σκέφτομαι,
αχ ξέχασα να κλείσω και το μουσικό κουτί.

Ντύθηκε με τα καλά της















Έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό της ενώ ταυτόχρονα κοίταζε προς τον καθρέφτη. Το βλέμμα της έπεσε πάνω στα ίδια της τα μάτια έτσι όπως αντανακλώνταν ανάποδα μέσα στον καθρέφτη. Βαμμένα έντονα και ψεύτικες βλεφαρίδες. Αναγνώρισε μέσα στα μάτια που κοίταζε τις ιδιότητές της. Την ιδιότητα της χαράς, την ιδιότητα της λύπης, της αγάπης, του μίσους, του άντρα, της γυναίκας. Τα χείλη της ήταν κατακόκκινα και αισθησιακά. Χάιδεψε το καινούργιο φόρεμά της πάνω από το στήθος της. Είχε ντυθεί με τα καλά της μα δεν είχε που να πάει. Έφυγε από τον καθρέφτη και βγήκε στο μπαλκόνι. Ανταύγειες από τις ανοιχτές τηλεοράσεις φώτιζαν πότε πολύ και πότε λίγο τα σκοτάδια των απέναντι διαμερισμάτων. Ύστερα κοίταξε τον φθινοπωρινό νυχτερινό ουρανό μπορούσε να διακρίνει καθαρά τα σύννεφα που είχαν μαζευτεί εκεί επάνω και μετακινούνταν πέφτοντας το ένα πάνω στο άλλο. Το βλέμμα της, καθώς κοίταζε ψηλά, έγινε ξαφνικά απόμακρο. Μέσα στις παράξενες πινελιές που έκαναν τα σύννεφα πάνω στο καμβά του ουρανού νόμισε πως διέκρινε τα δικά της χαρακτηριστικά στο πρόσωπο ενός μικρού αγοριού, κράταγε από το χέρι ένα κοριτσάκι, i love a boy, χαρούμενες στιγμές.
Ύστερα έπεσε πάνω του άλλο σύννεφο που την έδειχνε μεγάλη γυναίκα, να ακροβατεί φοβισμένα στα όρια του φύλου της, στα όρια του σώματος και της ψυχής.
Η μορφή της εναλλασσόταν έτσι όπως το κάθε σύννεφο κάλυπτε το άλλο. Μνημόσυνα υπάρξεων που πέρασαν χωρίς επιστροφή, συναισθήματα που κατάφεραν να χωρέσουν μέσα σ΄ ένα βρώμικο πεζοδρόμιο.
Παιχνίδια της φύσης και του υποσυνείδητου. Μετά είδε κάτι που τον φόβισε πολύ.
Η βροχή. Κατεβαίνει από τα σύννεφα με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Κατεβαίνει προσωποποιημένη σ΄ αυτόν που βλέπει όλες τις ιδιότητές του. Το τέλος της διάσπασης των ιδιοτήτων : αίμα στην άσφαλτο.
Όταν τελείωσε να βρέχει ο ουρανός τη μορφή του ξεπλύθηκε το αίμα από το πεζοδρόμιο και όλα ηρέμησαν.
Η φύση αγκάλιασε τον εαυτό της και ένας άνθρωπος τον διπλανό του.Τα πράγματα πήραν τη θέση τους στην αρχή του κύκλου, μετά ήρθε η αγάπη, η δημιουργία της μουσικής και του λόγου.
Η παρανόηση έρχεται αρκετά μετά : γυναίκες ίσως άντρες.

Ένα βράδυ














Ένα βράδυ,
όπως κάθε βράδυ του κόσμου,
στην αγκαλιά
των χαρακωμένων χεριών
μιας πουτάνας,
βαριανασαίνω,
κάτω από,
γυμνές εικόνες,
νεκρές,
ένας άνθρωπος,
εγώ,
πιθανότητα κάθε ανθρώπου,
κι' ύστερα,
σ' ένα δρόμο,
σαν όλους τους δρόμους,
της πόλης,
μιας οποιασδήποτε πόλης,
σκυφτός περπατώ,
ζωντανός,
μα περίπου νεκρός.
Ένα βράδυ,
όπως κάθε βράδυ του κόσμου.

Σάββατο, Ιουλίου 09, 2005

L’OREAL


















πινέλο λεπτό η θλίψη,
βουτάει στη πλούσια
συλλογή χρωματικών τόνων της L’OREAL,
τρίχες υγροποιημένης
ενοχοποιημένης ηδονής,
που στερεοποιείται
και απελευθερώνεται
αδιέξοδα στο πρόσωπο,
ένα λαμπερό πρόσωπο
στο δρόμο,
στο γραφείο,
ένα λαμπερό πρόσωπο
της καθημερινής θλίψης.

Πέμπτη, Ιουλίου 07, 2005

Η ευτυχία ως pollaroid
















Ξερακιανές φιγούρες, αποκαμωμένες από το ανελέητο πάρε-δώσε με την πρέζα,
κάνουν κύκλους δύο-δύο, τρεις-τρεις, πέντε - πέντε στη πλατεία Βάθη.
Ποιος; Πότε θα έρθει; Πόσο; Ερωτήσεις για την ευτυχία τους,
αγωνία για το ραντεβού τους.
Όταν επιτέλους έρθει αυτός που περιμένουν, εξαφανίζονται αστραπιαία,
όσο αστραπιαία θα είναι άλλωστε και η ευτυχία τους.
Άλλες αποκαμωμένες φιγούρες από την πείνα και την ανέχεια αυτή τη φορά,
στην Ομόνοια, οι αλλοδαποί, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά
από τις οικογένειές τους, παίρνουν τη θέση των παιδιών
από την επαρχία που παλιά σύχναζαν εδώ,
στη κούρσα του ονείρου μιας ζωής μακριά από τη μιζέρια,
που όμως όλο μοιάζει να ξεφεύγει. Περιμένουν τη μεγάλη ευκαιρία.
Αντί αυτής όμως το μόνο που έρχεται είναι κάποιο μεροκάματο της πείνας
και κάποιες πιθανότητες να νοικιάσουν τη σάρκα τους σε επιθυμίες.
Στους πάγκους τα Σαββατόβραδα μπορεί κάποιος
να αγοράσει την κυριακάτικη εφημερίδα του.
Αν πάει πάλι λίγο πιο μέσα, στα στενά γύρω από την Ομόνοια,
έως και πέρα από την κεντρική αγορά, στην Αγίου Κωνσταντίνου,
μπορεί να βρει έναν ολόκληρο κόσμο διαθέσιμο για τις πιο κρυφές επιθυμίες.
Να βρει την υγρασία ενός άθλιου δωματίου ενός ξενοδοχείου στην Σωκράτους,
να ενώσει τις στάλες του ιδρώτα του μα τις στάλες των ιδρωτών ξένων σωμάτων,
να πιάσει το χέρι του το πέος μιας ξανθιάς.

Τύψεις, τύψεις, τύψεις.
Μέχρι το πάθος της στιγμιαίας ευτυχίας να με ξαναστείλει,
σαν υπνωτισμένο,
για ψώνια στην Ομόνοια.

Τετάρτη, Ιουλίου 06, 2005

backspace


















αυτοκίνητα ξεχύνονται από το πράσινο φανάρι
ενώ πατάω αργά οχτώ πλήκτρα
σ ε α γ α π α ω
μπετονιέρες αδειάζουν τόνους τσιμέντου
και πατάω γρήγορα το backspace,
οχτώ φορές
backspace,
λευκό έγγραφο,
πλήθη ανθρώπων γεμίζουν
κάθε πρωί γκρίζα κτίρια
και ξαναγγίζω αργά τα οχτώ πλήκτρα
σ ε α γ α π α ω
όμως, μπετονιέρες αδειάζουν
τόνους γκρίζου
μέσα μου,
πλήθος ανθρώπων
περιδιαβαίνει
τις σαθρές κολώνες μου,
γρήγορα
οχτώ φορές
backspace
λευκό έγγραφο ξανά.
Κάποιος κορνάρει.

Τρίτη, Ιουλίου 05, 2005

κάποιος μου λείπει














Από μια υπαίθρια γιορταστική εγκατάσταση
φθάνουν στ’ αυτιά μου χαρούμενα τραγούδια,
παραμορφωμένα όμως απ τα φθηνά ηχεία.
Διακρίνω τα χρωματιστά λαμπάκια που κοσμούν τα περίπτερα.
Ανάμεσα σε μένα και το χώρο εκείνο μεσολαβεί
ένα τεράστιο γιαπί με θηριώδεις γερανούς
να σκίζουν τον ουρανό και πίσω από τα περίπτερα
η λεωφόρος με αυτοκίνητα που τρέχουν
και ο θόρυβός τους που ανακατεύεται
με τα χαρούμενα τραγούδια.
Πίσω μου κάποιος φωνάζει κι’ άλλοι γελάνε.
Κάποιος μου λείπει και νιώθω σαν τραγούδι
που βγαίνει παραμορφωμένο από φθηνό ηχείο.
Καπνίζω και κοιτάζω,
ακούω μα δεν ακούω.

Δευτέρα, Ιουλίου 04, 2005

ο ήχος των χορδών μου


















με νιαούρισμα νεογέννητου
γατιού,
δίπλα στον κάδο των σκουπιδιών,
μοιάζουν καμιά φορά
κι άλλες φορές
με ποδοβολητό,
ζώου κυνηγημένου,
μοιάζουν,
κι άλλοτε μοιάζουν
με το απελπισμένο,
μα και συνάμα,
τρομακτικό σπάσιμο ενός τζαμιού
μες την ησυχία της νύχτας
και ενίοτε
με τίποτα,
δεν μοιάζουν
με τίποτα,
δεν ακούγεται
τίποτα.

αφουγκράζομαι
τον ήχο που παράγουν
οι χορδές μου.

Κυριακή, Ιουλίου 03, 2005

Αγκάθια















Κάνει κρύο αυτό το ήρεμο και σκοτεινό χειμωνιάτικο πρωινό.
Η παραλία είναι όλη δικιά μου – δεν είναι ο καιρός των λουομένων.
Μόνος μου παρέα μ’ έναν θάνατο, ένα «θάνατο» κι έναν
πίνακα ζωγραφικής: τον θάνατο του αδελφού μου πριν τέσσερις
μήνες, τον «θάνατο» ενός έρωτα, σχεδόν ταυτόχρονα
και τον πίνακα του Jean Toorop με τις γυναικείες μορφές που
βγάζουν αγκάθια από ένα νεκρό σώμα να στριφογυρνάει στο μυαλό μου.
Υγρά βοτσαλάκια, βαριά άμμος. Μερικές βαρκούλες, σ’ ένα μόλο
πιο πέρα, πάλλονται στον μικρό παφλασμό των κυμάτων,
ένα σκυλί βολοδέρνει πεινασμένο και στο βάθος, στον ορίζοντα,
η θολή θάλασσα μοιάζει να θέλει να ενωθεί με το γκρίζο του ουρανού.
Κλώτσησα, από συνήθεια, μια πετρούλα παρακολουθώντας
τη τεθλασμένη πορεία της ανάμεσα στις άλλες πέτρες, ως που να
αγγίξει το κυματάκι. Κι ο αδελφός μου έφυγε, για πάντα,
τρέχοντας σαν αυτή τη πετρούλα, από το σημείο εκκίνησης,
το φως, ως το τέρμα, χτυπώντας πάνω σε άλλες
πετρούλες, αλλάζοντας πορεία, ως που σταμάτησε να κινείται,
και να βλέπει. Και ύστερα σιωπή . Ήθελα, πριν τη σιωπή,
να του πω να μην ανησυχεί για μένα αλλά δεν ήξερα πότε θα γίνει αυτό.
Το λέω τώρα κλείνοντας τα μάτια, σιωπηρά, σαν προσευχή.
Το σκυλί με πλησίασε και με κοίταξε περιμένοντας
ίσως να του δώσω κάτι να φάει.
Πότε, κυλώντας σα την πετρούλα, πέφτουμε πάνω
σ’ άλλες και πονάμε, πότε γελάμε.
Στριμωγμένοι ανάμεσα σε πόνους και σε πόθους,
συνωστιζόμαστε, σπρώχνουμε, σπρωχνόμαστε και προχωράμε.
Κι αυτή φοράει, σαν ρούχο, ένα αγκάθι πάνω της,
δίκοπο αγκάθι. Θέλω να την αγκαλιάσω, μα το αγκάθι
με τσιμπάει. Και τσιμπιέται. Ακάνθινες σχέσεις.
Την αγαπάω μ’ έναν περίεργο τρόπο, χωρίς απαιτήσεις
και τρέφω αισθήματα σαν την αντανάκλαση του ειδώλου μου
στο νερό που αποσχηματίζεται, διασπάται από το αεράκι και,
ως δια μαγείας, δημιουργείται ξανά στην ηρεμία.
Η κίνησή μας, από τη δημιουργία ως την σιωπή είναι κάτι άλλο,
πέρα από το συγκριτικό αράδιασμα των πλεονεκτημάτων
και των μειονεκτημάτων μας.
Δεν ερωτεύονται ποτέ τα πλεονεκτήματα,
ούτε μισούν τα μειονεκτήματα, δεν ζουν και δεν πεθαίνουν.
Δεν ξέρω τι ακριβώς είμαστε, αλλά ξέρω καλά ότι δεν χωράμε
σε κανένα μαθηματικό τύπο.
Περπατάω κατά το μήκος της παραλίας
και το σκυλί απογοητευμένο –μάλλον διαφωνεί μαζί μου-
έσκυψε κάτι να μυρίσει.
Σε λίγους μήνες, στα ίδια βήματα, γυμνά σώματα θα ανασαίνουν
λαχανιασμένα από τον ήλιο και το τρεχαλητό, το μπάνιο,
τα πνιχτά γέλια και τους ερωτικούς πόθους.
Κάνει κρύο μα είμαι ντυμένος καλά.

Κανονικά

Ησυχία,
περίπου στα πάντα – Ακούω
μισά ειπωμένα – Ησυχία
περίπου για πάντα - Βλέπω
ολοσχερώς καμένα – Αισθάνομαι
φωτιά - Μιλάω
στο πνεύμα - Αγγίζω
φωτιά - Φωλιάζω
στο σώμα - Όλα είναι κανονικά
Κανονικά.

Σάββατο, Ιουλίου 02, 2005

φωτογραφίες αμίλητες

Θέλω να κάνω τις φωτογραφίες
να μιλούν.
Θέλω να τινάξουν
τις χημικές επιστρώσεις από πάνω τους
Τις κοιτάζω και περιμένω
ν’ ακούσω.
Μάταια, φυσικά.
Δεν μιλούν.
Μόνο εγώ μιλάω γι' αυτές.

Παρασκευή, Ιουλίου 01, 2005

αγορίστικο κούρεμα

σήμερα είδα τη φίλη μου τη Ντίνα
κουρεμένη αγορίστικα,
τα έκοψε
επηρεασμένη
από τη μαλακισμένη τη φοβία
της απώλειας των μαλλιών
από την πρώτη χημειοθεραπεία της,
όμως της πάνε τα κοντά μαλλιά,.
διαπίστωσα δεκατόσα χρόνια μετά,
που τη ξέρω, με τα μπουκλωτά μακριά μαλλιά.
Ήθελα να αγγίξουμε τα συγγενή κουρέματά μας,
έτσι όπως οδηγούσα κι αυτή δίπλα μου.
Ήθελα να χαϊδέψω το μπλου τζιν της
και να φιληθούμε στο κόκκινο φανάρι
ως που να μας κορνάρουν
οι πίσω μας.
Το είδα, στα μαλλιά της,
θα κερδίσει.